Πριν από τα Adidas, τα Nike και τα Puma πριν τη λάμψη, τα αερόσολα και τα διαφημιστικά σποτ με slow-motion γκολ, υπήρξαν τα Σέπο.
Ναι, τα Τσεχοσλοβάκικα Σέπο.
Μαύρα. Απλά. Βαριά και ανθεκτικά δεν έπιαναν τη βροχή την απορροφούσαν. Ήταν παπούτσια που δεν είχαν “τεχνολογία”, είχαν χαρακτήρα. Δεν σχεδιάστηκαν για να ξεχωρίσουν σχεδιάστηκαν για να αντέξουν.
Ήταν τα παπούτσια των πραγματικών γηπέδων, αυτών που αντί για γρασίδι είχαν χαβάρα, αυτών που η πλάγια γραμμή δεν ήταν ζωγραφισμένη με ασβέστη αλλά με την ίδια τη θέληση να παιχτεί ποδόσφαιρο.
Τα φορούσαν παικταράδες. Όχι μόνο επειδή ήταν τα μόνα διαθέσιμα, αλλά επειδή ήταν τα μόνα που άντεχαν αυτούς τους παικταράδες.
Και ναι ήταν βαριά. Και άκαμπτα. Και όταν έβρεχε, γίνονταν πιο βαριά κι από μολύβι. Αλλά όταν τα φορούσες, ένιωθες πως μπορούσαν να τρέξουν μόνα τους, να ντριμπλάρουν μόνα τους, να βάλουν το γκολ για σένα. Δεν ήταν απλώς παπούτσια ήταν προέκταση του ποδοσφαιρικού σου εαυτού.
Σήμερα, οι νέοι κοιτάνε παπούτσια με κάρμπον σόλες, με αντιολισθητικά πέλματα και με αισθητήρες απόδοσης λες και πάνε για εκτόξευση, όχι για μπάλα.. Εμείς κοιτάμε μια φωτογραφία των Σέπο και νιώθουμε την ανάμνηση να μυρίζει χώμα, ιδρώτα, σκόνη και αξία.
Ποιος τα φόρεσε, λέει; Αυτοί που τίμησαν την τέχνη στα πιο σκληρά τερέν. Αυτοί που δεν μάθαιναν ποδόσφαιρο από tutorials και TikTok. Το μάθαιναν παίζοντας στα τσιμέντα, πατώντας σε πέτρες, κρατώντας τη μπάλα με τα Σέπο σαν να κρατούν τη μοίρα τους.
Και να σας πω κάτι τελευταίο αν δεν έχεις φορέσει Σέπο, δεν ξέρεις τι σημαίνει ποδόσφαιρο.
Μπορεί να ξέρεις κανόνες και στατιστικά. Αλλά δεν έχεις νιώσει τη βαρύτητα της μπάλας όταν κυλάει σε ξερό. Δεν έχεις νιώσει τα πόδια σου να πονάνε μετά από κάθε σουτ αλλά να θες κι άλλο.