Τι να πεις… Τι να γράψεις… Μια στιγμή και όλα χάνονται… Ο Τζορτζ Μπάλντοκ ήταν μόλις 31 χρόνων… Σφίγγεται η καρδιά, γίνεται κόμπος το στομάχι, μουδιάζει το μυαλό… Ειλικρινά, τι να πεις, τι να γράψεις…
Γίνεται κάποιος αθλητικός συντάκτης διότι θέλει να γράφει για τους μεγάλους αγώνες των αθλητών. Για να καταγράφει τις επιδόσεις τους στα γήπεδα, τα γκολ που πετυχαίνουν, τα καλάθια που βάζουν, τα ρεκόρ που καταρρίπτουν. Για να γράφει για τις νίκες τους και για τις ήττες τους, για τις εμφανίσεις τους, καλές ή κακές. Διότι όλα αυτά είναι στο… πρόγραμμα.
Αυτό που δεν είναι στο… πρόγραμμα, που ξεφεύγει από το «φυσιολογικό», που πηγαίνει κόντρα στη ροή των πραγμάτων, αντίθετα στην ίδια τη ζωή και την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι να γράφει για τον θάνατο ενός ανθρώπου στα 31 του χρόνια.
Είναι σοκ και η λέξη δεν χρησιμοποιείται διόλου υπερβολικά, ακόμα και όταν με αυτήν αρχίζει κάθε τίτλος στα σχετικά ρεπορτάζ, για να «τραβήξει» περισσότερο το κοινό. Ακόμα και αν δεν γραφόταν ως τέτοιο, είναι σοκ.
Είναι ένα σφίξιμο στην καρδιά, είναι ένας κόμπος στο στομάχι, είναι ένα μούδιασμα στο μυαλό να γράφεις, να διαβάζεις, να μαθαίνεις ότι έφυγε από τη ζωή ένας άνθρωπος 31 χρόνων.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες τον είχαν δει όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι στο ντέρμπι, να δίνει μια μάχη για να βοηθήσει την ομάδα του. Ένας άνθρωπος που «μπαίνει» στο σπίτι μας, ακόμα και αν ποτέ δεν τον γνωρίσαμε από κοντά. Μαζί του παθιαζόμαστε, ίσως δεν τον σεβόμαστε όσο πρέπει, διότι θεωρούμε ότι αποδίδει όπως θα έπρεπε αν και παίρνει πολλά χρήματα.
Διότι ξεχνάμε όλοι ότι το ποδόσφαιρο θα είναι πάντα το πιο σημαντικό από τα λιγότερο σημαντικά πράγματα. Και το αντιλαμβανόμαστε, δυστυχώς, όταν μένουμε ενεοί μπροστά σε τέτοιες ειδήσεις.
Και το σφίξιμο και το μούδιασμα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο όταν ξέρεις ότι αφήνει πίσω του ένα μικρό παιδί, που είχε γενέθλια την ημέρα που πέθανε ο μπαμπάς του. Ένα παιδί που δεν πρόλαβε να τον ζήσει, που θα τον γνωρίσει από όσα θα του πουν οι άλλοι γι΄ αυτόν.
Θα πρέπει, σίγουρα, να του πουν πόσο αγάπησε και πόσο αγαπήθηκε στη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ. Να του δείξουν με πόση χαρά, φιλώντας το έμβλημα στη φανέλα, πανηγύριζε για τις επιτυχίες της. Πόσο την βοήθησε δυο φορές να κερδίσει την άνοδο στην Πρέμιερ Λιγκ. Να του πουν για το πλατύ χαμόγελό του κάθε φορά που τον πλησίαζε ένας οπαδός της ομάδας και του ζητούσε μια φωτογραφία
Θα του σιγοτραγοήσουν και το τραγουδάκι που είχαν βγάλει γι’ αυτόν οι οπαδοί της αγγλικής ομάδας…
There’s a star man, running down the right, his name is Georgie Baldock and he’s fuckin dynamite. Υπάρχει ένας αστέρι που τρέχει στα δεξιά, το όνομά του είναι Τζόρτζι Μπάλντοκ και είναι γαμημένος δυναμίτης.
Παράφραση του Starman του Ντέιβιντ Μπάουι…
Θα του δείξουν οπωσδήποτε αυτά που γράφτηκαν και εκείνον. Ότι τον περιγράφουν ως έναν ταπεινό πολεμιστή, που πολλές φορές φαινόταν να είναι… μανιασμένος μέσα στο γήπεδο, τόσο πολύ ήθελε τη νίκη για την ομάδα του. Θα του πουν για τότε που έπαιξε στο Γουέμπλεϊ σε ημιτελικό του κυπέλλου Αγγλίας, όπως και για το γκολ του εκτός έδρας στο γήπεδο της Τότεναμ.
Θα του πουν ότι όλοι, ειδικά στο Σέφιλντ, έχουν μια ωραία ανάμνηση από τον μπαμπά του. Δεν μεγάλωσε στο Μπάκιγχαμσαϊρ και ονειρευόταν να παίξει για τη Σέφιλντ. Ήταν ένας σκληρός αντίπαλος στο γήπεδο και ένας ταπεινός άνθρωπος έξω από αυτό. Στην τελευταία συνέντευξη μετά την αποχώρησή του από τον αγγλικό σύλλογο, είπε ότι θα είναι για πάντα ένας οπαδός των Blades. Ακόμα και αν τελικά αυτό το για πάντα δεν κράτησε πολύ…
Θα του πουν ότι στον Παναθηναϊκό δεν πρόλαβε να παίξει πολύ, αλλά πρόλαβε να και εκεί να κάνει φίλους, αυτούς που μην μπορώντας να πιστέψουν αυτό που είχε συμβεί πήγαν έξω από το σπίτι του σαν να ήθελα να ξορκίσουν το κακό, να βγει ο ίδιος να τους πει ότι είναι ψέμα. Ήταν πάντα χαμογελαστός, πάντα ευγενικός με μια «καλημέρα» για όλους, πάντα εργατικός, πάντα με το κεφάλι σκυμμένο για να δουλέψει και να διακριθεί και με την πράσινη φανέλα.
Θα του πουν ότι ο μπαμπάς του φόρεσε τη φανέλα της εθνικής ομάδας της Ελλάδας με περηφάνια για την γιαγιά του. Και μπορούν να του δείξουν το παιχνίδι με τη Γαλλία στο Παρίσι για τους προκριματικούς ομίλους του Euro 2024, εκεί που είχε απέναντί του τον Κιλιάν Μπαπέ και τα πήγε περίφημα.
Θα του πουν για τις στιγμές που έζησε τα όνειρά του: να παίξει μπάλα, να γίνει πατέρας, να είναι χαρούμενος για όσα του έδωσε η ζωή.
Δεν θα μπορέσουν, βέβαια, να του απαντήσουν στο «γιατί». Ένας θάνατος στα 31 δεν έχει ποτέ απάντηση.
Το σφίξιμο και το μούδιασμα για εμάς αύριο θα φύγει. Και θα ξεχάσουμε. Το ποδόσφαιρο, όπως και η ζωή, θα συνεχιστεί. Θα πάμε ξανά στο γήπεδο, θα φωνάξουμε, θα βρίσουμε, θα ξεσπάσουμε. Η ζωή μπορεί να είναι πολύ πιο σύντομη απ’ ότι πιστεύουμε. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τότε θα γίνουμε και καλύτεροι άνθρωποι. Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, αλλά αυτές οι στιγμές δείχνουν πόσο μάταιοι είναι όλοι οι τσακωμοί και η τοξικότητα, που κατακλύζουν αυτό που αγάπησε ο Μπάλντοκ.
Σήμερα θα κλάψουμε, θα κάνουμε αναρτήσεις με θλιμμένα emoji στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα καμωθούμε ότι κάπως μας επηρέασε και εμάς αυτός ο ξαφνικός χαμός. Και από αύριο πια θα επιστρέψουμε στην καθημερινότητά μας. Για να τσακωθούμε ξανά για πέναλτι και οφσάιντ, για να ρίξουμε κατάρες και να «ευχηθούμε» καρκίνους, για να δείξουμε τον χειρότερο εαυτό μας με το πρόσχημα ότι υποστηρίζουμε την ομάδα μας.
Μπορούμε στη μνήμη του Τζορτζ, στη μνήμη ενός ανθρώπου που «έφυγε» από τη ζωή αδόκητα, να υποσχεθούμε στους εαυτούς μας το αντίθετο;